χρίεσθαι

χρίεσθαι
χρί̱εσθαι , χρίω
touch the surface of a body slightly
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λίπα — (Α) επίρρ. 1. αφθόνως, πλουσίως («χρίεσθαι λίπα», Ιπποκρ.) 2. (σπαν. ως ουσ. ουδ. ονομ. ή αιτ.) καθετί το άφθονο («χρῑσμα λίπα ἔστω», Θεόφρ.) 3. (φρ. συν. στον Όμ. και στον Ησίοδ.) «λίπ ἐλαίῳ» με άφθονο λάδι («ἔχρισεν λίπ ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.).… …   Dictionary of Greek

  • περικλύδην — Α επίρρ. με χύσιμο υγρού γύρω από κάτι ή πάνω σε κάτι ή με πλύσιμο με θερμό νερό, με καταιόνηση («λούεσθαι δὲ χλιαρῷ ὕδατι περικλύδην μᾱλλον ἢ χρίεσθαι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περικλύζω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. άρ δην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”